Πέρσης

Πέρσης
Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη, Περσώ, Πέρση, Περσέας, Περσαίος κ.ά. 2. Γιος του Ήλιου και της Περσηίδας, βασίλεψε στην Κολχίδα αφού εκθρόνισε τον αδελφό του Αιήτη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Απολλόδωρου θανατώθηκε από τη Μήδεια. 3. Γιος του Περσέα και της Ανδρομέδας, της κόρης του βασιλιά της Αιθιοπίας Κηφέα. Όταν οι γονείς του έφυγαν για την Ελλάδα, ο Π. έμεινε κοντά στον παππού του Κηφέα, που δεν είχε αρσενικό διάδοχο· θεωρείται ο επώνυμος ήρωας και γενάρχης του βασιλικού οίκου των Περσών, επειδή ένωσε όλους τους βάρβαρους λαούς της χώρας. Πολύ παλιά οι Έλληνες ονόμαζαν τους Πέρσες Κηφήνες, από τον Κηφέα. Λέγεται ότι ο Ξέρξης, με κήρυκα που έστειλε στους Αργείους, προσπάθησε να τους πείσει να μη συγκρουστούν με τους Πέρσες, προβάλλοντας την άποψη ότι οι τελευταίοι είναι απόγονοί τους. 4. Αδελφός του Ησίοδου. Σ’ αυτόν είχε αφιερώσει ο ποιητής το έργο του Έργα και Ημέραι. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν πως και αυτός ήταν ποιητής. Ωστόσο κανένα έργο του δεν σώθηκε.
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ, θηλ. Περσίδα / Περσίς, ΝΜΑ
ο κάτοικος τής Περσίας ή αυτός που κατάγεται από την Περσία
αρχ.
(ως προσηγορ.) (κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικοῡ βόλου ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από το αρχ. περσ. Pārsa. Κατά μία άποψη, η φωνητική διαδικασία σχηματισμού τής λ. ακολουθεί το σχήμα: αρχ. περσ. Pārsa > Πηρσ- > Περσ-, ενώ κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή: αρχ. Pārsa > Πᾱρσ- > Πᾰρσ- (με βράχυνση τού μακρού -- πριν από ηχηρό σύμφωνο) > Περσ-, πιθ. κατ' επίδραση τού ανθρωπωνυμίου Περσεύς*].
————————
(II)
ὁ, Α
1. ο αδελφός τού Ησιόδου
2. όνομα τιτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Περσεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πέρσης — Πέρσευς masc nom pl Πέρσευς masc nom/voc pl Πέρσης a throw on the dice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέρσης — ο κάτοικος της Περσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέρσης — πέρσις sacking fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιάκωβος ο Πέρσης — (5ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ισδιγέρδου Α’ (399 420). Αν και ήταν χριστιανός, δελεάστηκε από προσφορές του Πέρση βασιλιά και απαρνήθηκε την πίστη του. Όταν μετανόησε,… …   Dictionary of Greek

  • Σααντί — Πέρσης ποιητής (Σιράζ 1184 1291). Εκτός από μια μεγάλη λυρική ποιητική συλλογή (ντιβάν), έγραψε το ηθικοδιδακτικό ποίημα Ο κήπος και το θαυμάσιο Γκιουλιστάν, σε ρυθμικό πεζό λόγο, που εναλλάσσεται με στίχους. Σε αυτό με σύντομα ηθοπλαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσαι — Πέρσης a throw on the dice masc nom/voc pl Πέρσᾱͅ , Πέρσης a throw on the dice masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβάκης — Πέρσης σατράπης της Αιγύπτου, την εποχή του Δαρείου του Κοδομανού. Σκοτώθηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες του Αρριανού, στη μάχη της Ισσού του 333 π.Χ. Από το Διόδωρο το Σικελιώτη αναφέρεται ως Τασιάκης …   Dictionary of Greek

  • Τάβαλος — Πέρσης σατράπης, τον οποίο ο Κύρος ο πρεσβύτερος άφησε ως αρχηγό της φρουράς των Σάρδεων, μετά την Άλωση της Πόλης το 546 π.Χ., για να εξακολουθήσει την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Πολιορκήθηκε από τον Λυδό Πάκτυο, στον οποίο ο Κύρος εμπιστεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • Τισσαφέρνης — Πέρσης σατράπης, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην προσπάθεια της Περσίας να επανακτήσει τις ιωνικές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Όταν το 413 π.Χ. ο Δαρείος B’ αποφάσισε να ξαναπάρει αυτές τις πόλεις από την Αθήνα, ο T., που ήταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • Φαρνάβαζος — Πέρσης σατράπης της Φρυγίας του Ελλησπόντου περίπου μεταξύ 413 και 370 π.Χ. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ευνοούσε τη Σπάρτη και διέταξε τη θανάτωση του Αλκιβιάδη που είχε καταφύγει κοντά του. Αργότερα ωστόσο πλησίασε την Αθήνα και μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”